- εμβρυωρός
- Πρόσωπο το οποίο αναλάμβανε την επιτήρηση γυναίκας που εγκυμονούσε, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με καθήκον να επαγρυπνεί για την τύχη του εμβρύου και για την εξασφάλιση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο διορισμός του γινόταν από το πρωτοδικείο, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε είχε νόμιμο συμφέρον και γνωμοδότηση του συγγενικού συμβουλίου.
Κύρια μελήματα του ε. ήταν η παρεμπόδιση της χήρας να πραγματοποιήσει έκτρωση, που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κληρονομικού της μεριδίου, να επιβλέπει ώστε η τελευταία να μην παρουσιάσει ξένο παιδί ως νόμιμο και διεκδικήσει έτσι ένα μέρος της κληρονομιάς που προορίζεται για τους συγγενείς του συζύγου της και, τέλος, να διαχειρίζεται το μέρος της περιουσίας που ανήκει κληρονομικά στο έμβρυο.
Αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου, οι συγγενείς του ή κληρονόμοι του είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την ιατρική εξέταση της συζύγου για να διαπιστώσουν αν η τελευταία ήταν ή όχι έγκυος. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης, ε. μπορούσε να διοριστεί, ακόμη και αν υπήρχαν άλλα αχειράφετα παιδιά.
Μετά την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου από τον Αστικό Κώδικα στη χώρα μας (1983), ο θεσμός του ε. καταργήθηκε.
* * *οαυτός που ορίζεται με δικαστική πράξη να φροντίζει για το έμβρυο και να λάβει συντηρητικά μέτρα για την περιουσία του σε περίπτωση θανάτου τού πατέρα κατά το διάστημα τής κυοφορίας.
Dictionary of Greek. 2013.